Στο Ελευθεροχώρι, μια άλλη εκκλησία η οποία είχε ιδρυθεί προ πολλού αντιμετώπιζε με θάρρος τα χρόνια του πολέμου. Ο Ηλίας Παντέρας αναφέρει: «Η δεκαετία 1940-1950 ήταν μια περίοδος πύρινης δοκιμασίας. Όποτε πήγαιναν οι αδελφοί από σπίτι σε σπίτι, χτυπούσαν οι καμπάνες, και ο πρόεδρος της κοινότητας μαζί με τους ιερείς και τους αγροφύλακες συνελάμβαναν τους αδελφούς και τους έσερναν στα δικαστήρια. Σε δυο περιπτώσεις, εθνικιστικές ομάδες με επικεφαλής κάποιον αστυνομικό έκαναν έφοδο στα σπίτια αδελφών και τους οδήγησαν στην Ορθόδοξη εκκλησία. Προσπάθησαν να τους εξαναγκάσουν να κάνουν το σημείο του σταυρού και να φιλήσουν τις εικόνες. Όταν οι αδελφοί αρνήθηκαν, τους ξυλοκόπησαν αλύπητα».
Ομάδες κομμουνιστών και τοπικοί ιθύνοντες συνέλαβαν κάποτε αδελφούς και τους διέταξαν να φυλάνε σκοπιά. Επειδή οι αδελφοί αρνήθηκαν να το κάνουν, τους οδήγησαν σε ένα κοντινό χωριό και τους παρέδωσαν στις αρχές, οι οποίες αποφάσισαν ότι ο Νίκος Παπαγεωργίου, ο Κώστας Χριστάνας και ο Κώστας Παπαγεωργίου θα έπρεπε να εκτελεστούν. Από την εφταμελή επιτροπή, μόνο ένας δεν έδωσε την έγκρισή του για την εκτέλεση. Οι αδελφοί οδηγήθηκαν σε ένα χωριό χτισμένο σε βουνοπλαγιά. Τους απαγγέλθηκε η θανατική καταδίκη, τους έδεσαν και τους ξυλοκόπησαν. Κατά τη διάρκεια του ξυλοδαρμού, ο Νίκος Παπαγεωργίου, τον οποίο είχαν δέσει χειροπόδαρα, κατρακύλησε κατά μήκος της βουνοπλαγιάς και σταμάτησε μόλις λίγο πριν από έναν γκρεμό κάτω από τον οποίο κυλούσε ένα ποτάμι. Έδερναν τους αδελφούς επανειλημμένα επί οχτώ μέρες και στη συνέχεια τους άφησαν ελεύθερους.
Ο Νίκος Παπαγεωργίου αφηγήθηκε: «Ο αρχηγός της ομάδας του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου με πήρε στο γραφείο του και μου είπε ότι με λύπη του με πληροφορεί ότι είχε λάβει την εντολή να με εκτελέσει. Μου είπε ότι θα προσπαθούσε να με βοηθήσει, αλλά ότι και εγώ θα έπρεπε να τον βοηθήσω. Άπλωσα το χέρι μου και έπιασα το δεξί του χέρι, λέγοντας: ‘Αν με αγαπάς, εκτέλεσέ με αμέσως. Αν αρνηθώ το πιστεύω μου, τότε κλάψε με’». Φανερά συγκινημένος, ο αρχηγός της ομάδας φρόντισε να αφεθεί ελεύθερος ο αδελφός Παπαγεωργίου
Πολλοί οικογενειάρχες εξορίστηκαν σε απομονωμένα νησιά, όπως είναι η Γιάρος και η Μακρόνησος. Η Μακρόνησος ήταν ένα άνυδρο ερημονήσι που έγινε διαβόητο για τη σκληρή μεταχείριση στην οποία υποβάλλονταν όσοι κρατούνταν εκεί. Ο Θεόδωρος Νέρος αφηγήθηκε: «Μας πήγαν στη Μακρόνησο με πλοίο, το Φεβρουάριο του 1952. Μαζί μου ήταν ο Μιχάλης Γκαράς και ο Γιώργος Παναγιωτούλης, που είχαν ήδη κάνει πέντε χρόνια στη φυλακή. Είχαν αποφυλακιστεί και τώρα τιμωρούνταν και πάλι εξαιτίας της Χριστιανικής τους ουδετερότητας. Μόλις καταφτάσαμε, και οι δυο τους υπέστησαν βάναυσο ξυλοδαρμό.
»
Ύστερα από αγγαρείες αρκετών ημερών, μερικοί στρατιώτες ήρθαν μια νύχτα στο κελί μας και με ξύπνησαν με τα λόγια: ‘Σήκω! Πάμε να σε εκτελέσουμε!’ ‘Εντάξει’, είπα και πήγα να ντυθώ. ‘Όχι!’ είπαν, ‘μείνε έτσι όπως είσαι’. Έπειτα από λίγο μου είπαν: ‘Δεν θα πεις τίποτα;’ ‘Όχι! Τι να πω;’ απάντησα. ‘Εδώ πάμε για να σε εκτελέσουμε και δεν θα πεις τίποτε;’ ‘Δεν έχω τίποτε να πω’. ‘Καλά, δεν θα γράψεις στους δικούς σου;’ ‘Όχι!’ απάντησα, ‘το ξέρουν ότι μπορεί να πεθάνω’. ‘Τότε πάμε’, είπαν. Έξω, ένας αξιωματικός φώναξε: ‘Στήστε τον εκεί στον τοίχο! Γύρνα τον πίσω!’ Ένας στρατιώτης όμως μου είπε τότε: ‘Δεν ξέρεις ότι δεν μπορούμε να σε εκτελέσουμε χωρίς να περάσεις από στρατοδικείο;’ Η όλη υπόθεση ήταν τέχνασμα για να διασπάσουν την ακεραιότητά μου!»
Από το βιβλίο του έτους των ΜτΙ 1994 σελ. 91,97