ΜΙΑ ΣΥΛΛΟΓΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΣΙΛΙΚΟΥ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΤΟ 1983.ΜΕΤΑΞΥ ΑΥΤΩΝ Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΓΡΑΦΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΕΝΟΣ ΝΕΟΥ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΜΕΤΕΦΕΡΕ ΕΝΑ ΓΡΑΜΜΑ.Η ΑΦΗΓΗΣΗ ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΗ ΤΟΥ ΚΛΙΜΑΤΟΣ ΠΟΥ ΕΠΙΚΡΑΤΟΥΣΕ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ( 1975 ) ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΥΣ ΑΝΤΙΡΡΗΣΙΕΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ.ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ.ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΗΤΑΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΗ ΔΕΔΟΤΣΗ,ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟ ΓΙΑ ΛΟΓΟΥΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ ΕΠΙ ΧΡΟΝΙΑ,ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΣΙΛΙΚΟ.ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΕΦΕΡΕ Ο ΝΙΚΟΣ ΜΟΡΦΗΣ.
ΤΕΚΝΟ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ
'Οταν το κουδούνι χτύπησε,δεν άνοιξα αμέσως.Ήθελα πρώτα να βεβαιωθώ από τον "Σαούλ"(έτσι λέμεστο σπίτι μας τον "Ιούδα" της πόρτας)ποιός είναι.Τελευταία φοβάμαι.Ακόμα δεν μου έχει περάσει το σύνδρομο της σύλληψής μου(η τραυματική στιγμή):χτύπησαν,άνοιξα,μπήκαν σα σίφουνας,ανέτρεψαν τα πάντα,τρομοκράτησαν γυναίκα και παιδιά και έφυγαν παίρνοντάς με σαν λάφυρο
Βέβαια τα χρόνια πέρασαν.Εκείνος ο εφιάλτης είναι πιά μια αρχαιολογία.Αλλά στο άνοιγμα κάθε φορά άγνωστου...
Μου ήταν αληθινά άγνωστος ο τύπος.Δεν έμοιαζε ούτε πλανώδιοςπωλητής,ούτε τσιγγάνος,ούτε φορατζής.Στεκόταν ακίνητος,γίγαντας με μια τσάντα τόσο φτωχική που σου σπάραζε την καρδιά.
-Είστε ο κύριος...
-Ο ίδιος.
Με κοίταξε περίεργα
-Έχετε αυτό,είπε με λίγο δισταγμό.
Και μου πέρασε ένα γράμμα.Απ'τον φάκελο ακόμα βλέποντας μόνο γραμμένο το όνομά μου, κατάλαβα από τον ποιόν ήταν.
-Απ'τον Βασίλη έρχεσθε;Περάστε.Μερόπη( φώναξα τη γυναίκα μου)απ'τον Βασίλη,απ'τις φυλακές,έχουμε ένα γράμμα.
Η Μερόπη αν και δεν τον είχε γνωρίσει τον Βασίλη ποτέ,τον ήξερε ωστόσο καλά από τις διηγήσεις μου.
-Που είναι τώρα;
-Στην Αυλώνα.μα θα τους παν στην Κέρκυρα την άλλη βδομάδα.
-Πως είναι;
-Καλά.
-Κι εσείς.(ήθελα να τον ρωτήσω), είστε μάρτυρας του Ιεχωβά;
Ο τύπος συγκατάνευσε πρίν προλάβω να ρωτήσω τίποτα
-Κι εγώ.
Διατηρούσε την ακινησία ενός καταψυγμένου που η επαφή του με τον αέρα δεν του έχει προσδώσει ακόμα τη φυσική του ελαστικότητα.
-Πότε αποφυλακιστήκατε;
-Χθές.
-Και πότε ξανά για μέσα;
-Σε ενάμισο μήνα.Καλείται η κλάση μου τον Οκτώβριο οπότε εγώ θα ξαναπάω φυλακή μέσα Νοεμβρίου.
Γι'αύτο εξ άλλου το ζήτημα μου έγραφε ο φίλος μου ο Βασίλης.Πως έπρεπε η πολιτεία επιτέλους να αποφασίσει να βρει μια λύση.Να μη κατάδικάζει έτσι εις το διηνεκές.ανά πενταετία,τους Μάρτυρες,αλλά μια κι έξω,να τελειώνουμε.
-Καθίστε,του είπα.
Κάθισε στην άκρη της καρέκλας και με κοιτούσε μ'εκείνο το σιωπήλο,ήσυχο βλέμμα της αδικίας που σου γίνεται και δεν φωνάζεις.Ίδιος με όλους τους άγιους Σεβαστιανούς της Αναγέννησης που τους τρυπούν τα βέλη κι αυτοί δέχονται τον πόνο στωικά,αν όχι με χαμόγελο,κοιτάζοντας,με ένα φωτοστέφανο,προς τα πάνω.Ο άνθρωπος κοιτούσε προς τα κάτω,τις μύτες των παπουτσιών του,ενώ ένα φως τρεμόπαιζε μες στο βλέμμα του.
Σηκώθηκε μόλις είδε την Μερόπη να μπαίνει.Του έφερε γλυκο του κουταλιού.Ήταν απ'την πατρίδα της,τη Φολέγανδρο.Ντρεπόταν.Τελικά το δέχτηκε.Κι ήπιε όλη την κανάτα το νερό.
Με τον Βασίλη,που μου έστειλε το γράμμα,είχαμε κάνει μαζί κάπου δύο χρόνια φυλακή.Αυτός ήταν στο δεύτερο χρόνο όταν εγώ μπήκα και τον άφησα στον τέταρτο,όταν αποφυλακίστηκα.Ο Βασίλης ήταν μια περίπτωση που μόνο όταν μπείς στη φυλακή μπορείς να τον γνωρίσεις.Διαφορετικά κανείς δεν μιλά γι'αυτό,στον Τύπο ή στις συντροφιές.
Μάρτυρας του Ιεχωβά,που επειδή αρνιόταν να κρατήσει το όπλο,τον καταδικάσαν στο μάξιμουμ της ποινης.Αλλά έτσι ώστε να μη χάσει το δικαίωμα του να υπηρετήσει.Να ξαναβγεί δηλαδή,να τον ξανακαλέσουν στο στρατό,να αρνηθεί πάλι,να ξανακαταδικαστεί άλλα πέντε χρόνια.Και πάει λέγοντας.
Ήταν δηλαδή αποφασισμένος μ'εκείνη τη γαλήνη που φανερώνει μια τέτοια απόφαση ότι θα περνούσε τουλάχιστο εικοσιπέντε χρόνια στη φυλακή,με πέντε εξόδους,γιατί μετά,λόγω ηλικίας πια,περασμένα τα σαρανταπέντε,δεν θα τον ξανακαλούσε η πατρίδα να υπηρετήσει στο στρατό.Έτσι είχε παντρεφτεί και σε κάθε τέτοιο διάλειμμα της φυλακόβιας ύπαρξης του,θα φύτευε κι ένα παιδί,προς δόξα του Θεού κι Ιεχωβά του,που πίστευε.
Το γιατί δεν τον καταδικάζαν μια κι έξω εικοσιπέντε χρόνια ώστε να μπορέσει να βγει στα δεκαοχτώ,με το ελαφρυντικό της καλής διαγωγής και του έντιμου προτέρου βίου, μου το εξήγησε ο ίδιος στα ατελείωτα εκείνα βράδια που είχαμε να περάσουμε στο κελί μας: η ελληνική πολιτεία, αντίθετα με άλλες κοινωνίες,ακόμα κι ανατολικές που αντιμετώπιζαν το ζήτημα με περισσότερη ελαστικότητα είχε ένα μίσος για τους Ιαχωβάδες,σύμφυτο με την πιο καθυστερημένη,την πιο σκοταδιστική πλευρά της εκκλησίας μας.
Το 'βλεπε κανείς στις πόλεις με τα συνθήματα «έξω οι Μάρτυρες του Ιεχωβά» που αφισοκολλούσαν οι παραχριστιανικές οργανώσεις.Και ο ίδιος ήταν θύμα αυτής της ρύθμησης «κατ'απόλυτον τρόπον»,όπως έλεγε,και πάλευε,μέσα απ'τις φυλακές,για να την αλλάξει.
Δεν μπορώ να περιγράψω τι ανακούφιση στάθηκε για μένα,τις πρώτες μέρες,η παρουσία η ανεπάντεχη του Βασίλη στις φυλακές.Μια γλύκα και μια εγκαρτέρηση που σκόρπιζε γύρω του το φωτεινό πρόσωπό του,πόσο ευκόλυνε την προσαρμογή μου.Οπωσδήποτε,μετά το ΕΑΤ/ΕΣΑ οι φυλακές της Αίγινας φαίνονταν σ'όλους μας ένας παράδεισος.Μα πάλι υπήρχε μια τεχνική πλευρά κι ορισμένα πρακτικά ζητήματα και σ'αυτά ο Βασίλης,εθισμένος,έκανε το παν για να τα καταφέρει.Υπηρετούσε στο γραφείο και με τους άλλους Μάρτυρες κρατούσαν κυριολεκτικά το γραφειοκρατικό τμήμα των φυλακών στα χέρια τους.Κι ήταν άψογοι σαν Εγγλέζοι.
Ράγισε η καρδιά μου όταν τον άφησα και βγήκα.Το πρωτοχριστιανικό βλέμμα του με παρακολούθησε μέχρι και την πύλη.Ώσπου βγήκε κι αυτός παντρέφτηκε και,όπως το'ξερε,κλήθηκε πάλι για να υπηρετήσει.Στη δίκη του,στο Διαρκές Στρατοδικείο του Ρούφ,πήγα,με άλλους συναδέλφους,για ηθική,περισσότερο υποστήριξη.
Έγινε τυπικά,κράτησε λίγο,οι στρατοδίκες δεν ήταν εκεί για να συζητήσουν τις εκδοχές της πίστης,αλλά να εφαρμόσουν το νόμο.Δεν άκουγαν τίποτα.Ήταν αντιπαθητικές φυσιογνωμίες.Το μεσημέρι,μόλις θα τέλειωναν,θα γυρνούσαν σπίτια τους,θα τρώγαν, η γυναίκα τους θα τους φρόντιζε,θα αντιμετώπιζαν τα παιδιά τους,τα επαναστατημένα,κι ύστερα θα πέφταν για το υπνάκι τους που απόκλειε κάθε κούραση και κάθε άλλη έγνοια.
Ενώ την ίδια στιγμή,με τις χειροπέδες,ο Βασίλης θα ταξίδευε για τη νέα πενταετία του,όπως λέν για τα οικονομικά πλάνα. «Μα τόσο στωικά το παίρνουν;»αναρωτήθηκα. «Γιατί δεν το σκαν;Γιατί δεν εξαφανίζονται,αντί αυτή τη δια βίου ταλαιπωρία;»Υπάρχει όμως κάτι μέσα στην πίστη τους που τους ξεπερνά,τους κάνει σκεύη εκλογής του θεού τους κι είναι ταγμένοι,στη γη αυτή,να υποφέρουν απ'την αδικία των ανθρώπων,για τη βασιλεία των ουρανών.
Το να'σαι φυλακή,όπως εμείς οι πολιτικοί κρατούμενοι,αισθάνεσαι πως έχεις μαζί σου μια κοινωνική καταξίωση,όταν ένας σύμπας λαός σε παραστέκεται σιωπηλά και σε δικαιώνει, γιατί εσύ με την κράτησή σου,εκφράζεις τους δικούς του πόθους για ελευθερία και δικαιοσύνη.(Απόδειξη, με πόση αγάπη περιστοιχίστηκα από αγνώστους μετά την αποφυλάκισή μου.Να κάνω σε μια ταβέρνα ότι ζητώ το λογαριασμό κι ο σερβιτόρος να μου λέει πως είναι πληρωμένος από ένα άλλο τραπέζι που ήθελε να κρατήσει την ανωνυμία του για να μη βρεθεί κανένα καρφί μες στην ταβέρνα και τους καταδόσει).
Όμως το να'σαι μάρτυρας του Ιεχωβά,εκτός απ'τους δικούς του,τους άλλους μάρτυρες,το κοινωνικο σύνολο σε βλέπει σαν λέπρα.Δεν το καταξιώνεις.Δεν μπορεί μέσα από σένα να βρει τη δικαίωσή του.Αντίθετα,είναι σα να τους λες, «βλάκας είσαι που πολέμησες,αδελφέ μου,τον συνάνθρωπο σου,που έχασες τον άντρα σου ή το παιδί σου στον πόλεμο».Πως να σε δικαιολογήσουν έπειτα που δεν πιάνεις το τουφέκι;
Βέβαια,αν σου αναλύσουν οι ίδιοι την άποψη τους,θα δεις ότι δεν είναι τόσο άσπρο-μαύρο κι ότι δεν αρνιούνται να υπηρετήσουν την πατρίδα.Δέχονται να αναλάβουν όλες τις δουλείες του επισιτισμού ή όποια γραφική υπηρεσία.Αρνούνται να πιάσουν το όπλο,το τουφέκι,να εκπαιδευτούν στο να σημαδεύουν τον συνανθρωπό τους ή το σκιάχτρο του,στο πεδίο βολής.
Μα αυτά είναι ψιλά γράμματα για τον νομοθέτη,όπως κι οι ίδιοι αποτελούν ψιλά γράμματα στο περιθώριο του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού.Κι έτσι ξεχασμένοι,παρεξηγημένοι,κυνηγημένοι ακόμα και μες στις φυλακές όπου το παράδειγμα τους,η άκακη στάση τους,αποδυναμώνει θύματα και θύτες,φυλακισμένους και δεσμοφύλακες,φύλακες και δεσμώτες,που η σχέση τους βασίζεται πάνω σε μια αντίθεση,ενώ αυτοί αισθάνονται πως τίποτα δεν τους χωρίζει με τον συνάνθρωπό τους.
-Ώστε θα πάει στην Κέρκυρα τον άλλο μήνα;ρώτησα τώρα τον μάρτυρα που καθόταν μπροστά μου,σιωπηλός.
-Κάντε κάτι και για μας,ξανάπε σε μια στιγμή.Βοηθείστε να ακουστεί η φωνή μας.Να ρυθμιστεί πλέον το θέμα αυτό.
Εκει τελείωνε η αποστόλη του.Έπρεπε τώρα να φύγει.Θα κρυβόταν για ένα διάστημα μια που μπορούσαν να τον συλλάβουν ακόμα και προληπτικά.Θα προφυλαγόταν.Δεν είχε τίποτ'άλλο να πει,ούτε να ακούσει.Θα διατηρούνταν έτσι,μες στην κατάψυξη,ως την επόμενη φυλακή.
Σώμα βαρύ,τύφλο,ναρκωμένο απ'την ακινησία κι απ'το φαγητό το καταστροφικό της κάθε φυλακής,( αν δεν έχεις δικό σου συσσίτιο),ήταν ένας άνθρωπος μπροστά μου,μια όρθια συνείδηση κι εγώ ήμουν ανήμπορος να τον βοηθήσω σε τίποτα,μια που το πρόβλημά του δεν ήταν που έκλεψε και μετάνιωσε ή σκότωσε και δεν μετάνιωσε.Το πρόβλημά του,ήταν πρόβλημα ηθικό,όπως όλων των πολιτικών κρατούμενων που αρνούνται να υπογράψουν μια δήλωση για ένα«πιστεύω».Και σαν τέτοιο,αντιμετωπίζονταν απ'την πολιτεία σαδιστικα.
Τον συνόδεψα ως την πόρτα,τον έβαλα στο ασανσέρ.Κι όπως βυθίστηκε στο σκοτάδι δεν μπόρεσα να μη δω αυτή την καταβύθιση σα μια είκονα που ήθελε ο νομοθέτης κι εφάρμοζε για τους μάρτυρες του Ιεχωβά..
τα τέκνα της ειρήνης...